- κεντρόσπερμα
- (centrospermae). Τάξη αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει 12 οικογένειες και περισσότερα από 10.000 είδη. Για την τάξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και η ονομασία καρυοφυλλίδες (caryophyllaceae), λόγω της κεντρικής διευθέτησης του πλακούντα στην ωοθήκη αυτών των φυτών· μετά την ωρίμανση όλα τα σπέρματα εντοπίζονται στο κέντρο του καρπού, απ’ όπου προέρχεται η ονομασία. Πρόκειται για ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά με απλά, κατ’ εναλλαγή φύλλα, χωρίς παράφυλλα. Οι στήμονες είναι ίσοι σε αριθμό με τα πέταλα της στεφάνης, η δε ωοθήκη είναι μονόχωρη και αποτελείται από ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα, που περικλείουν πολλές καμπυλόμορφες σπερματικές βλάστες. Σπουδαιότερες οικογένειες αυτής της τάξης είναι οι εξής: χηνοποδιίδες, αμαραντίδες, νυκταγινίδες, φυτολακκίδες, αειζωίδες, πορτουλακίδες, κακτίδες και καρυοφυλλίδες.
* * *ταβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών σε παλαιότερα συστήματα κατάταξης η οποία περιλαμβάνει ποώδη κυρίως φυτά με απλά φύλλα και ακτινόμορφα άνθη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. centrospermae < centro- (< κέντρο[ν]) + -spermae πληθ. του -spermus < νεολατ. -spermus (πρβλ. -σπερμος < σπέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.